Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Νοέμβριος 1922



Νοέμβριος 1922

1._ Όλην την νύκτα υπεφέραμε πολύ διότι έβρεχε και χιόνιζε συνεχώς και δεν είχαμε μέρος να προφυλαχθούμε μέχρι ξημερώματα δεν κοιμηθήκαμε διόλου.
Το πρωί βλέπωμε να έρχεται μέσον του δάσους προς ημάς ο Γεώργιος Κοπαλίδης με ρούχα ξεσκισμένα και νυστικός από δύο ημέρας και τρομοκρατημένος και μας λέγει ότι οι προχθεσινοί πυροβολισμοί ήσαν εναντίον μας εις Ξηραντήρια κάτωθεν της Υπαπαντής όπου εκρύπτοντο ο Χριστ. Καϊταλίδης και μερικοί άλλοι μαζύ του εκ Κοπαλάντων. Και ενώ ο στρατός ερευνούσε μας ανεκάλυψε εκεί και εκύκλωσε. Είχαμε λέγει και τον αδελφόν μον Νικόλαον και τον Συμεών Κοπαλίδην ασθενείς από τύφον τους εγκαταλείψαμε και φύγαμε ενώ ο στρατός μας κατεδίωκε. Κάτω στο ποτάμι εσκοτώθη ο Τσιλίκ δηλ. ο Χριστόφ. Καϊταλίδης και τρείς άλλοι εγώ δε έπεσα στο ποτάμι εις μίαν λίμνην και διαφυγών εσώθην. Και από το αντίκρυ δάσος έβλεπα να κόβουν το κεφάλι του Χριστ. Καϊταλίδη το κάρφωσαν εις ένα πάσσαλον και έφυγαν προς τα κάτω Τούρκικα χωριά.
Η είδησις αυτή μας ελύπησε πολύ αλλά τι ημπορούσαμε να κάνωμε αφού ήτο γεγονός τετελεσμένον. Ευτυχώς που ήτο ψεύμα ως θα ίδωμεν κατωτέρω, διότι αυτός από τον φόβον του τάχασε και δεν ήξερε τι έλεγε.

2._ Κατά το βράδυ ετοιμασθήκαμε να φύγωμε κατά το ποτάμι της Μονής και εφθάσαμε λίγο άνω εις Χαρατσιάντων γύρτ εμείναμε διότι ο Ευκλείδης ήτο αδύνατον να περπατή διότι πονούσαν τα πόδια του.

3._ Μόλις ξημέρωσε βλέπωμε δίπλα μας μεσ' το δάσος ένα μικρό σπήλαιον και δίπλα να τρέχει και νερό, μέρος πολύ κατάλληλον διά λημέρι, αμέσως κτίσαμε και μερικές καλύβες και απεφασίσαμε να μείνωμε εκεί. Είχε όλα τα πλεονεκτήματα το μέρος αυτό διότι είχε και το βουνό κοντά και το δάσος πυκνόν προς τα κάτω επροστατεύετο και από μεγάλους βράχους. Επί πλέον και τα τρόφημά μας ήρχοντο κοντά.

4._ Πήγαν μερικοί εις Άγ. Ιωάννην όπου κάτω στο ποτάμι είχαμε κρέατα κρυμένα εις εν μικρόν σπήλαιον παγωμένα από το κρύο που είχε να φέρουν διά να έχωμε να φάμε.

5._ Ήλθαν φέροντες μαζύ τους και τον Θανάσην Πουμπουρίδην όστις ήτο με την ομάδαν του Χριστοφόρου Καϊταλίδου και διαφυγών έφθασε εκεί, διότι εγνώριζε εκεί το κρυμένον κρέας διά να έχει να φάγη και τον οποίον βρήκαν εκεί οι δικοί μας κοιμώμενον. Αλλά και αυτός δεν εγνώριζε την τύχην των άλλων.
Προς το βράδυ βλέπωμεν αντίκρυ μας εις Τσιαρτακλή στρατιώτας αλλά εγύρισαν πίσω.
Ο καιρός εχάλασε πολύ και έπεσε αρκετό χιόνι το οποίον μας εξησφάλιζε εκεί ακόμην περισσότερον.

13._ Πρωί το καραούλι μας άκουσε κρότον κοπτόμενου ξύλου λίγο πλαγίως από ημάς προς το ρυάκι Τσιαρτακλή, εστείλαμε δύο παιδιά και σιγά σιγά πλησιάσαντες εις τους αραιούς κτύπους διακρίνουν τον Νικόλαον και Συμεών Κοπαλίδην οίτοινες ήσαν ασθενείς με τον Χριστ. Καϊταλίδην και μη δυνάμενοι τότες να φύγουν εκρύφθησαν κάτω από έναν θάμνον κουμαριάς και μη ειδώντες αυτούς οι στρατιώται διότι κυνηγούσαν τους άλλους εσώθησαν. Και μη έχοντες εκεί πλέον τρόφημα σιγά σιγά έφθασαν εις το μέρος αυτό διότι εγνώριζαν ότι ο Δαμιανός Τσιρίπ είχε εκεί κοντά κρυμένους καβουρμάδες. Ευτυχώς που είχαν και σπίρτα και άναψαν φωτιά και δεν πάγωσαν από το κρύο. Τους έφεραν μαζύ μας τους περιποιηθήκαμε και έγιναν καλά.

14._ Στείλαμε μερικούς στον Αλήν διά ειδήσεις. Ελθόντες λέγουν ότι ο στρατός έφυγε από Σάντα κατά την Μάσκαν. Και ότι κατά την σύγκρουσήν των με τον Χριστ. Καϊταλίδην επληγώθη εις στρατιώτης στο χέρι αλλά εμολύνθη και πέθανε. Ο δε Χριστόφορος Καϊταλίδης και όλα τα παιδιά εσώθησαν, κανείς έπαθε, άρα ο Γεώργιος Κοπαλίδης από τον φόβον του δεν ήξερε τι έλεγε.
Εμάθαμε λέγει ο Αλής ότι ο Δαμιανός Τσιρίπ και τρείς από τους συντρόφους του εις Δίρχαν σκοτώθησαν και τα κεφάλια τους κοπέντα εφέρθησαν εις Τραπεζούντα.

16._ Πήγαμε εις Πινατάντων διά να ειδούμε τι έγινε. Και βλέπωμεν ότι μερικά τρόφημά μας βρήκεν ο στρατός . Και σε διάφορα μέρη βλέπομεν να γράφετε "Η Μουφρεζέ (δηλ. ο στρατός) έφυγε. Γεώργιος Τεριάς". Ο Γεώργιος αυτός ήτο και ο ίδιος με τον Χριστόφορον Καϊταλίδην και διαφυγών περιεπλανήθη και παντού όπου πήγαινε έγραφε τας λέξεις αυτάς διά να τον βρούμε.

18._ Πήγαμε εις Πιστοφάντων και εκεί το όνομα του Τεριά βρήσκομε παντού, αλλά δεν γράφει που να τον βρούμε.

19._ Ήλθαν και μας βρήκαν ο Ιωάννης Ξανθόπουλος και ο Παναγιώτης Γραντσάς τους οποίους έστειλε ο Δαμιανός Τσιρίπ προ του στρατού εις Γαλίαναν διά αλάτι και οίτοινες ελθόντος του στρατού περιπλανήθησαν πολύ σε διάφορα μέρη και χωριά φθάσαντες μέχρι Χαψή κιοϊν. Λέγουν ότι κατά την σύγκρουσήν μας εις Κιμισλή με τον στρατόν την νύκτα εκείνην εσκοτώθη και εις στρατιώτης.
Επίσης βεβαιούν τον φόνον του Δαμιανού Τσιρίπ και συντρόφων του.
Και ότι ο Γεώργιος Τσεκερίδης εκ Κουνάκας της Μάσκας όστις ήλθε μαζύ μας όταν κόβαμε τα βώδια εις Ασπρόνερον και φορτωθείς ένα δέρμα πήγε κατά το χωριό του να το ανταλλάξη με καπνόν και να μας φέρη. Αλλά από Σκαλίτα ήρχετο μόνος με το όπλον του και φορτωμένος τον καπνόν την ημέραν ειδόντες αυτόν οι στρατιώται τον συνέλαβον και ερωτηθείς υπό του αξιωματικού διά που πηγαίνει; απήντησε ότι το φέρω εις τους Σανταίους οίτοινες βρήσκονται εις Ασπρόνερον. Αμέσως ητημάσθη ο στρατός να έλθη εκεί να μας κυκλώση έχων και αυτόν μαζύ τους διότι έλεγε ότι ξέρει καλά το μέρος. Ευτυχώς την ημέραν που φύγαμε ημείς εκείθεν εκύκλωσαν το μέρος, βρήκαν τις καλύβες και τα γιατάκια μας αλλά ημείς δεν ήμασθε. Τους υπέδειξε και μερικά πράγματα που είχαμε εκεί γύρω κρυμένα και γύρισαν πίσω και πριν φθάσουν στην Μονήν παρά το παρχάρι Σπενταμόν τον εσκότωσαν δύο στρατιώται ειπόντες στον αξιωματικόν τους ότι ήθελε να δραπετεύση και τον επυροβόλησαν.
Ο στρατός φυλάγει όλα τα χωριά της Μάσκας και δεν επιτρέπουν στους Έλληνας να έβγουν από τα χωριά τους προς το δάσος.

21._ Πήγαμε εις Πινατάντων και εμείναμε την νύκτα εις ένα σπίτι ανάψαντες πυράν ότε τυχαίως περνόντας ο Γεώργιος Τεριάς είδε τον καπνόν και επλισίασε διά να ιδή ποίοι ήσαν και από τον κρότον που έκανε έξω, αμέσως καταλάβαμε ότι κάποιος πλησίασε και σηκοθήκαμε όλοι να βγούμε έξω.
Τον ίδαμε και τον φωνάξαμε και ήλθε κοντά μας και μας διηγήθη τι είδε και υπόφερε επί 23 ημέρες που έμεινε μόνος δίχως φαγί και δίχως φωτιά περιπλανάτο εδώ και εκεί νύκτα περνούσε από χωριά Τουρκικά και πολλάκις συνεκρούσθη με Τούρκους και στρατιώτας αλλά η μεγάλη του τύχη εβοήθησε και γλύτωσε.
Εκαθήσαμε εις Πινατάντων τέσσαρες πέντε ημέρες αλέσαμε κάτω στους μύλους Γιαμάκ σιτάρι, ζυμώσαμε και εκάναμε ψωμί δι' αρκετόν καιρόν και φύγαμε πίσω στο λημέρι μας Χαρατσιάντων γύρτ.

26._ Πήγαμε στου Αλή διά ειδήσεις και εμάθαμε ότι θα έλθη πάλιν κατ' αυτάς στρατός. Και προς ευκολίαν και διά να μη κουρασθώμεν πάντοτες και επί πλέον χάρην ασφαλείας συνεφωνήσαμεν με τον Αλήν ότι εις το εξής όταν θα βρίσκετο στο χωριό τους στρατός ή κάτι άλλος κίνδυνος αμέσως όλην την ημέραν θα άπλωνε από το ξυραντήρι του ένα κόκκινο πάπλωμα και όταν θα έφευγαν θα άπλωνε άσπρο. Και δι' αυτού του μέσου να γνωρίζωμεν τας κινήσεις του στρατού. Το δε σπίτι του αν και μακρυά ήτο εις τοποθεσίαν έξωθεν λίγο από το χωριό του και εφένετο καλά από το λημέρι μας και καθημερινώς με τα κιάλια παρακολουθούσαμε. Επίσης επειδή στο σπίτι του σχεδόν καθημερινώς έμειναν ξένοι και διαβάται διότι ήτο άνθρωπος πολύ φιλόξενος και είχε το σπίτι του ανοιχτόν σε όλους. Και διά να μη μας αντιλαμβάνονται όταν πάμε στο σπίτι του συμφωνήσαμε μόλις πάμε εκεί να κρυφθούμε εις τον αχυρώνα του ο οποίος ήτο άνωθεν της οικίας του και εντός του δάσους. Και αν μεν δίπλα στην πόρτα αριστερά στην γωνίαν εστέκετο ένα ξύλον όρθιον το οποίον θα ήτο εκεί πάντοτε ενοούσε ότι είχε ξένους στο σπίτι και τότες ένας κατέβενε και έριχνε μίαν μικρήν πέτραν στα κεραμίδια της οικίας του και αυτός ή η γυναίκα του έβγεναν έξω και μας έφερναν στο σπίτι του μέσα διότι διά τους ξένους είχε χωριστό δωμάτιο στο νότιο μέρος του σπιτιού ενώ αν ήτο το ξύλο πεσμένο κατά γης εσήμενε ότι δεν έχει κανένα ξένον και απ' ευθείας πηγαίναμε στην πόρτα και μας άνοιγε. Και μόλις ημείς πηγαίναμε μέσα στο σπίτι αμέσως από έξω θα εστέκοντο φυλάγοντες ή η γυναίκα του Χαβά λεγομένη ή εν από τα δύο κορίτσια του και τα οποία εναλάξ εφύλαγαν έως ότου φύγωμεν ημείς επί ώρας ολόκληρες στο κρύο και στη βροχή εφύλαγαν. Και όταν κάποτε του κάναμε την παρατήρησην ότι μπορούμε να φυλάγωμε ημείς διότι τα κορίτσια κουράζονται και δεν είναι πρέπον μας έλεγε: Όταν είσθε μέσ' το σπίτι μου δεν έχωμε σε κανέναν εμπυστοσύνην ούτε και σε σας να φυλάξη και αν ου μη γένητοκάτι κακό σας έρχεται να ξέρετε ότι εγώ είμαι υπαίτιος και σκοτώστε με. Αλλά μόλις βγαίνεται από το σπίτι μου ανοίξτε τα μάτια σας διότι δεν ξέρω τι μπορεί να συνβεί μακρυά από το σπίτι μου.

27._ Διακρίνωμε το κόκκινο πάπλωμα στο ξηραντήρι και καταλάβαμε ότι ήλθε στρατός.

29._ Βλέπομε δέκα οκτώ στρατιώτας εις Φτελέν και εις Χαρατσιάντων έκαψαν δύο σπίτια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΕΠΤΑΚΩΜΟΣ ΣΑΝΤΑ

Η ΕΠΤΑΚΩΜΟΣ ΣΑΝΤΑ

Η Σάντα η επτάκωμος

Εις τα Ν.Α. της Τραπεζούντος κειμένη επί υψηλού οροπεδίου η Σάντα αποτελείτο εξ επτά ενοριών των εξής : Πιστοφάντων, Ισχανάντων, Τερζάντων, Ζουρνατσιάντων, Κοσλαράντων, Πινατάντων και Τσακαλάντων. Όλες δε οι ενορίες εκείντο επί του ποταμού Ιάμπολου.

Επίσης αι ενορίες είχον και άλλα επτά παραρτήματα γενικώς Φτελένια ονομαζόμενα τα εξής : Μεγ. Φτελέν Χαρατσιάντων Αλιάντων Υπαπαντή Κοπαλάντων Καρά Κοτέλ και το Ρακάν.

Ως εκ του ορεινού εδάφους της η Σάντα ήτο άγονος οι κάτοικοι ασχολούντο εις την κτηνοτροφίαν και εις την καλλιέργειαν της πατάτας και ολίγον λαχανικών μόνον προς ιδίαν χρήσην. Όλοι οι άνδρες αναγκάζοντο να μετέρχονται εις την Ρωσίαν την Αμερικήν και αλλαχού διάφορα επαγγέλματα εκτός ολίγων οίτινες έμεναν διαρκώς εις την Σάνταν ως έμποροι ξυλουργοί διδάσκαλοι κ.τ.λ.. Λόγω λοιπόν του ορεινού εδάφους και της ανεπαρκούς συγκοινωνίας η ζωή καταντούσε λίγο δύσκολος επί πλέον δε και οι ληστείες των Τούρκων όταν πηγαινοέρχονταν εις Τραπεζούντα, ανάγκασαν πολλούς εκ των κατοίκων να μεταναστεύσουν εις Ρωσίαν όπου εσχιμάτησαν πολλές κοινότητες και χωριά ίσως παραπάνω από ότι έμειναν στην Σάντα.

Όταν τον Απρίλιον του 1916 οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα ελευθερώθηκε και η Σάντα εκ του Τουρκικού ζυγού και άρχισαν οι ξενητεμένοι Σανταίοι να φθάνουν στα χωριά τους. Και επειδή λόγω του πολέμου είχε δουλειές πολλές και γνωρίζοντες οι Σανταίοι την γλώσσαν εκέρδιζαν πολλά λεφτά και η ζωή τους καλυτέρευσε κατά πολύ και το κυριότερον η ελευθερία. Μόνον όμως δύο χρόνια βάσταξε η κατάστασις αυτή διότι στα τέλη του 1917 οπότε άρχισε η Ρωσική κατάρρευσις εξ όλων των μετώπων του πολέμου τότε επρόκειτο η Σάντα να υποστεί τα μεγαλύτερα δεινά, τα οποία θα αφηγηθούμε εις το παρόν ημερολόγιον.